Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Σαυνίτες — οἱ / Σαυνῑται, ΝΑ οι Σαμνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Samnites (βλ. λ. Σαμνίτες), κατ επίδραση τού σαυνίον*] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σαμνιτικός — ή, ό, Ν [Σαμνίτες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαμνίτες … Dictionary of Greek
ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… … Dictionary of Greek
Καπύη — Αρχαία πόλη της ιταλικής Καμπανίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Κάπυ, που ήταν τρωικής καταγωγής και πατέρας του Αγχίση. Το 434 π.Χ. οι Σαμνίτες επωφελήθηκαν από τις εσωτερικές προστριβές των κατοίκων της και κυρίευσαν … Dictionary of Greek
Κούριος Δεντάτος Μάνιος — (; – 270 π.Χ.). Ρωμαίος πληβείος στρατηγός. Έγινε πρότυπο της αρχαίας ρωμαϊκής αρετής και λιτότητας. Ως ύπατος το 290, το 274 και το 273, νίκησε τους Σαμνίτες και τερμάτισε τον Σαμνιτικό πόλεμο. Νίκησε επίσης τον Πύρρο στο Μπενεβέντουμ και για… … Dictionary of Greek
Όσκοι — (Osci). Λαός των Σαβέλλων, που κατοικούσε στα κεντρικά Απέννινα. Οι αρχαίοι Έλληνες τους ονόμαζαν Οπικούς. Οι Ο. κατέβηκαν στην Καμπανία και κατέλαβαν την Καπύη, την Κύμη και ένα μέρος του Λατίου, όπου, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ίδρυσαν τρεις… … Dictionary of Greek
Σαυνίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο τόπος όπου κατοικούσαν οι Σαμνίτες, το Σάμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Σαυνίτες] … Dictionary of Greek
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek