Σαμνίτες

Σαμνίτες
Αρχαίος ιταλικός λαός σαβινικής καταγωγής, που ήταν εγκαταστημένος στο Σάμνιο. Ήταν κτηνοτρόφοι τραχείς, που ζούσαν νομαδική ζωή. Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για το λαό αυτό χρονολογούνται από τον 5o αι. π.Χ., οπότε, εγκαταστάθηκαν στη Καμπανία, μετά την αποχώρηση των Ετρούσκων. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν σκληρά εναντίον των Ρωμαίων, οι οποίοι ίδρυσαν τελικά σε σαμνιτικό έδαφος αρκετές αποικίες, ανάμεσα στις οποίες την Καλησία και τη Λουκερία. Το 321 π.Χ. οι Σ. νίκησαν τους Ρωμαίους στο Καύδιο, με αποτέλεσμα να αργοπορήσει η ρωμαϊκή επέκταση στο έδαφός τους, η οποία και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Σαμνίτες πολεμιστές: λεπτομέρεια τοιχογραφίας του 15ου αι. π.Χ., που προέρχεται από το λεγόμενο Τάφο του Πολεμιστή, που βρίσκεται στο Πέστουμ (Εθνικό Μουσείο, Νεάπολη).
* * *
οι, ΝΑ
πολεμικά φύλα που κατοικούσαν στο κεντρικό τμήμα τής αρχαίας νότιας Ιταλίας, μιλούσαν την οσκική γλώσσα και ήταν, πιθανώς, παρακλάδι τών Σαβίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Samnites].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Σαυνίτες — οἱ / Σαυνῑται, ΝΑ οι Σαμνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Samnites (βλ. λ. Σαμνίτες), κατ επίδραση τού σαυνίον*] …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • σαμνιτικός — ή, ό, Ν [Σαμνίτες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαμνίτες …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Καπύη — Αρχαία πόλη της ιταλικής Καμπανίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Κάπυ, που ήταν τρωικής καταγωγής και πατέρας του Αγχίση. Το 434 π.Χ. οι Σαμνίτες επωφελήθηκαν από τις εσωτερικές προστριβές των κατοίκων της και κυρίευσαν …   Dictionary of Greek

  • Κούριος Δεντάτος Μάνιος — (; – 270 π.Χ.). Ρωμαίος πληβείος στρατηγός. Έγινε πρότυπο της αρχαίας ρωμαϊκής αρετής και λιτότητας. Ως ύπατος το 290, το 274 και το 273, νίκησε τους Σαμνίτες και τερμάτισε τον Σαμνιτικό πόλεμο. Νίκησε επίσης τον Πύρρο στο Μπενεβέντουμ και για… …   Dictionary of Greek

  • Όσκοι — (Osci). Λαός των Σαβέλλων, που κατοικούσε στα κεντρικά Απέννινα. Οι αρχαίοι Έλληνες τους ονόμαζαν Οπικούς. Οι Ο. κατέβηκαν στην Καμπανία και κατέλαβαν την Καπύη, την Κύμη και ένα μέρος του Λατίου, όπου, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ίδρυσαν τρεις… …   Dictionary of Greek

  • Σαυνίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο τόπος όπου κατοικούσαν οι Σαμνίτες, το Σάμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Σαυνίτες] …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”